μαργότης

μαργότης
μαργότης, -ητος, ἡ (Α) [μάργος]
1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη
2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.)
3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαργότης — raging passion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητα — μαργότης raging passion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητι — μαργότης raging passion fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαργότητος — μαργότης raging passion fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”